ὀρθόκραιρος — with straight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόκραιρον — ὀρθόκραιρος with straight masc acc sg ὀρθόκραιρος with straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόκραιραι — ὀρθόκραιρος with straight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοκραιράων — ὀρθοκραιρά̱ων , ὀρθόκραιρος with straight masc/fem gen pl (epic aeolic) ὀρθοκραιρά̱ων , ὀρθόκραιρος with straight fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοκραίρα — ὀρθοκραίρᾱ , ὀρθόκραιρος with straight fem nom/voc/acc dual ὀρθοκραίρᾱ , ὀρθόκραιρος with straight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
The Cattle of Helios — Topics in Greek mythology Gods Primordial gods and Titans Zeus and the Olympians Pan and the nymphs Apollo and Dionysus Sea gods and Earth gods Heroes Heracles and his Labors Achilles and the Trojan War … Wikipedia
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek